μετά

μετά
(ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί)
(πρόθεση)
1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῡ, κατ' ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ)
β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε μετά παρρησίας» β. «μετά φόβου θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» γ. «καὶ σώφρονες μετὰ ἀνδρείας καὶ ἀνδρεῑοι μετὰ σωφροσύνης», Αριστοτ.)
2. όταν συντάσσεται με αιτ. δηλώνει: α) ακολουθία τοπική, ύστερα, έπειτα από (α. «το φαρμακείο είναι μετά τον δεύτερο δρόμο αριστερά» β. «μετὰ δὲ τὸν Χάραδρον ἐρείπια... πόλεώς ἐστιν Ἀργυρᾱς», Παυσ.)
β) ακολουθία χρονική, κατόπιν, έπειτα, ὕστερα από (α. «μετά Χριστόν» β. «μετ' ολίγον» γ. «μετά μεσημβρίαν» δ. «μετά τρίτον ἔτος», Θεοφρ.)
γ) ακολουθία κατά τάξη κάλλους, μεγέθους, δύναμης, αξιώματος κ.λπ. (α. «ο Γερμανός δρομέας ήλθε πρώτος μετά τον Έλληνα στον αγώνα τών 100 μέτρων» β. «κάλλιστος ἀνὴρ... τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλεΐωνα», Ομ. Ιλ.)
δ) σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος («μετά από τόσες και τόσες απουσίες επόμενο ήταν να απορριφθεί»)
3. (απολύτως ως επίρρ.) κατόπιν, ύστερα, έπειτα (α. «θα τά πούμε μετά» β. «πρόσθε μὲν ἱππῆες, μετὰ δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (με αιτ.) δηλώνει διαδοχή σε αξίωμα, ασχολία κ.λπ. («μετά την πτώση τής δικτατορίας επανήλθε η δημοκρατία»)
2. φρ. α) «μετά μένα», «μετά σένα» κ.λπ.
μαζί μου, μαζί σου κ.λπ.
β) «μόλις και μετά βίας» — με δυσκολία
γ) «μετά τιμής», «μεθ' υπολήψεως», «μετ' αγάπης» — τιμητική έκφραση σε επιστολές και έγγραφα
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) με τη βοήθεια ή με τη συναίνεση κάποιου
αρχ.
1. (με γεν. και δοτ.) στο μέσο, μεταξύ (α. «μετὰ τῶν θεῶν διάγουσα», Πλάτ.
β. «Ἕκτωρ ὃτὲ μέν τε μετὰ πρώτοισι φάνεσκεν, ἄλλοτε δ' ἐν πυμάτοισι κελεύων», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) α) ενώπιον
β) προσέτι, εκτός από («αὐτὰρ ἐγὼ πέμπτος μετὰ τοῑσιν ἐλέγμην», Ομ. Οδ.)
3. (με αιτ.) α) στο μέσο πλήθους («ἵκοντο μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)
β) σε αναζήτηση κάποιου προσώπου («ἔρχεο... μεθ' Ἕκτορα», Ομ. Ιλ.)
γ) για κάποιο σκοπό («μετὰ στέφανον ἰών», Πίνδ.)
4. φρ. α) «μετὰ τοῡ χρόνου» — με την πάροδο τού χρόνου
β) «μεθ' ἡμέραν», «μετὰ νύκτας» — κατά τη διάρκεια τής ημέρας, κατά τη διάρκεια τής νύχτας
γ) «εἰμὶ μετά τινος» — είμαι με το μέρος κάποιου, είμαι υπερασπιστής κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *me- «στο μέσο», ενώ το ta οφείλεται πιθ. σε αναλογία κατά το κατά* και συνδέεται πιθ. με αντίστοιχα στοιχεία τής Γερμανικής (πρβλ. αρχ. ισλδ. med, γοτθ. mip, αγγλοσαξ. mid(i), αρχ. άνω γερμ. mit(i). Συνδέεται επίσης με κύρια ονόματα τής Ιλλυρικής (πρβλ. Metu-barbis «ανάμεσα στους βάλτους», Met-apa, Μετ-άπιοι) και πιθ. με τα μέχρι και μέσος. Η λ. μετά μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή meta και πιθ. στις σύνθετες λ. metakekumena (πρβλ. χέω) και metakitita (πρβλ. κτίζω). Η λ. μετά χρησιμοποιείται ως επίρρημα, ως πρόθεση (συντασσόμενη με γενική, δοτική και αιτιατ.) και ευρέως εν συνθέσει (βλ. μετ[α]). Ως πρόθεση η μετά απαντά με τις μορφές μετ' πριν από ψιλούμενη (μετ' ἀρετῆς) και μεθ' πριν από δασυνόμενη λ. (μεθ' ἡμῶν). Ο ποιητικός τ. μεταί απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. μεται-βολία) και αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα καταί, παραί. Η αρχική σημ. τής πρόθεσης μετά είναι «μεταξύ», ενώ η σημ. «μαζί» (τής πρόθεσης μετά + γενική) είναι μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται παράλληλα με την πρόθεση συν, ενώ υστερογενής είναι και η χρονική σημ. (πρβλ. μετά ταύτα). Ο τ. μέτα ως επίρρημα έχει τη σημ. «μεταξύ, πίσω». Σε ορισμένες διαλέκτους (πρβλ. αιολ., δωρ. αρκαδ.), παράλληλα με την πρόθεση μετά χρησιμοποιείται η πρόθεση πεδά*. Τέλος, η πρόθεση μετά εμφανίζεται και με τις μορφές με* και ματά*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετά — mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτα — μετά mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος …   Dictionary of Greek

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”